- κατάτρομος
- -η, -οο κατατρομαγμένος, καταφοβισμένος, πανικόβλητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάτρομος — η, ο έντρομος, περιδεής, πανικόβλητος, καταφοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρομος (< τρόμος), πρβλ. έν τρομος, περί τρομος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δημήτριο Βικέλα] … Dictionary of Greek